φρονηματισμος

φρονηματισμος
    φρονηματισμός
    φρονημᾰτισμός
    ὅ высокомерие, надменность Polyb.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "φρονηματισμος" в других словарях:

  • φρονηματισμός — ο, ΝΜΑ [φρονηματίζω] νεοελλ. σωφρονισμός μσν. αρχ. αλαζονεία, έπαρση …   Dictionary of Greek

  • φρονηματισμός — ο 1. η αναπτέρωση του ηθικού, η εμψύχωση, το να παίρνει κανείς θάρρος. 2. ο σωφρονισμός, το να βάζει κανείς μυαλό: Τιμωρήθηκε για φρονηματισμό …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φρονηματισμοῦ — φρονηματισμός presumptuousness masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φρονηματισμῶν — φρονηματισμός presumptuousness masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φρονηματισμόν — φρονηματισμός presumptuousness masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»